Ήθικλος Πρυώ – 121 Λέξεις
Το σκουφί
Ήμουν, ένα ημίψηλο καπέλο που κάποτε, κάπου, στα βόρεια της οικουμένης, διακοσμούσα την ελαφριά έως ανεπαρκή κώμη, ιδιόρρυθμου ιδιοκτήτη. Ο εκκεντρικός αφέντης με διατηρούσε ξεσκονισμένο, γυαλισμένο, πεντακάθαρο ενώ πάντα περίοπτη είχα θέση, στο ερμάριο των πηλοφόρων του. Βλέπεται, είχα καταγωγή, ξεχωριστή.
Στους αργόσχολους περιπάτους, στην αγορά στις βαρετές του κοινωνικές συναναστροφές ως και στην εκκλησιά ακόμη, η πιο σπουδαία του προτεραιότητα ήμουν εγώ, ώσπου…
…Κακό μάτι, με χτύπησε καθώς…
…Αναπάντεχος αγέρας άφησε εκείνον ασκεπή, κι’ έριξε εμένα σε βιαστικό, φουσκωμένο ποτάμι εκεί όπου, μια υπερήφανη σταδιοδρομία, ασήμαντος βαρκάρης διέκοψε.
Μπορεί, δεν λέω με την φτηνή του σχεδία, να με γλύτωσε από του χάρου τα δόντια ωστόσο, με κατάντησε ταπεινό, δίχως επίπεδο, χωρίς προσωπικότητα, ευτελούς εμφάνισης και παντελώς ασήμαντο, γραφικό, ψαράδικο σκουφί!