Μαριάννα Αβούρη – 121 Λέξεις
Ο νοικάρης του πρώτου
Ήταν παράξενος άνθρωπος. Ζούσε εκεί χρόνια σαν σκιά, σαν να μην υπήρχε, και κανείς στη γειτονιά δεν τον ήξερε πραγματικά. Τον βλέπαμε μόνο —ήταν ισχνός, κοντός και ασπρομάλλης— όταν κατέβαζε τα σκουπίδια· μεγάλες λευκές σακούλες που δε μύριζαν, κάθε Σάββατο στις 11:30 ακριβώς. Μα ούτε και τότε μιλούσε σε κανέναν.
Ολημερίς κι ολονυχτίς, όμως, την έστηνε στο μπαλκόνι, παρατηρώντας όσους περνούσαν από κάτω. Και πρώτα πρώτα, εμάς τα παιδιά που μέναμε εκεί. Κάθε που χαιρετιόμαστε, μιλάγαμε, παίζαμε, μαλώναμε ή αγαπιόμαστε, γνωρίζαμε ότι ένα ζευγάρι διεισδυτικά μάτια κατέγραφε στωικά το καθετί. Με τον καιρό μάθαμε να μην δίνουμε σημασία.
Τον ξέραμε εξ’ όψεως, μάς ήξερε εκ βαθέων. Ε και; Με ένα νοίκι είχε ένα διαμέρισμα και πολλές ζωές δανεικές. Υπήρχαν και χειρότερα.