Γιατί δε μου μιλάτε πια;
Σάββατο πρωί, η μικρή μας φίλη κάθεται στη σκιά ενός ξεχασμένου δένδρου στην αυλή. Μόνη, στη σιωπή. Κανείς δεν ξύπνησε ακόμη. Βλέπει τους γονείς της. Τρέχει κοντά τους, να τους αγκαλιάσει με το πιο ζεστό, το πιο γλυκό χαμόγελό της.
«Μαμά! Μπαμπά! Πάμε να παίξουμε!» Καμία αντίδραση.
«Πάμε! Έκανα ό,τι μου είπαν. Ανέβηκα στην καρέκλα που χορεύει, να καθαρίσω το μεγάλο τραπέζι. Τα πήγα όλα μέσα, στο δωμάτιο με τις σκιές.» Σιωπή.
«Δεν κλαίω πια. Δεν έκλαψα όταν έσπασε το παράθυρο πάνω και άναψαν τα φώτα έξω. Μπήκα κάτω από το κρεβάτι. Με την κουβέρτα, να μην βλέπω. Γιατί δε μου μιλάτε πια;» Καμία αντίδραση.
Η μαμά και ο μπαμπάς είναι μια ζωγραφιά, σε τοίχο ενός κτιρίου για του πολέμου ορφανά.