Αναστασία
Το ύψωμα δεν έπεφτε. Μάταια πολεμούσαν εδώ και δυο εβδομάδες. Υπήρχε λύση, μια λύση όμως που δεν άφηνε τον λοχαγό τους να κοιμηθεί ήσυχος τα βράδια. Δεν μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση, ήταν όλοι τους τόσο νέοι. Την πήρε τελικά, τους μάζεψε γύρω του και συγκινημένος τους είπε: «Παιδιά μου, το ύψωμα μπορούμε να το καταλάβουμε, αλλά μόνο αν κάποιοι από μας κάνουν επίθεση κατά μέτωπο. Δεν θα δώσω διαταγή σε κανέναν σας, όποιος όμως πάει δεν θα έχει γυρισμό».
«Εγώ!» φώναξε ο Δημητρός με όση δύναμη είχε και η φωνή του ενώθηκε με τις φωνές των άλλων που σηκώθηκαν όρθιοι με φωτιά μέσα στα μάτια τους. Δόθηκε επίθεση και αυτός έτρεξε φωνάζοντας το όνομα της ετοιμόγεννης γυναίκας του:
«Αναστασία!»