Σοφία Ασπιώτη – 121 Λέξεις
Πανσέληνος
Κάθισε στην κούνια της βεράντας και αφέθηκε στο φως από την πανσέληνο, που είχε ντύσει με τα δικά του χρώματα τα πάντα γύρω της για να ταξιδέψει στη δική του αγκαλιά, ενώ οι δικοί της κοιμόνταν μέσα. Όπου κι αν βρισκόταν κι εκείνος απόψε θα αντίκριζε το ίδιο φωτεινό φεγγάρι και νοερά θα βρισκόταν μαζί, όπως είχαν συμφωνήσει.
Ένα παρόμοιο αυγουστιάτικο φεγγάρι ήταν ο μοναδικός μάρτυρας της ξεχωριστής ένωσής τους. Μιας ένωσης μοναδικής για το σώμα και την ψυχή, που δεν μπορούσε και δεν ήθελε να ξεπεράσει. Δεν ήταν η ένταση του έρωτά τους, αλλά εκείνη η συναισθηματική και ψυχική ηρεμία που ένιωθε κοντά του, που έκαναν αυτόν τον απαγορευμένο έρωτα, παρά τις όποιες ενοχές ένιωθε, απαραίτητο για την ύπαρξή της.