Χρυσοβαλάντου Γεωργιάδη – 121 Λέξεις
Ένα «φορτωμένο» πρωινό
Ένας εφιάλτης ήταν. Πετάχτηκα αμέσως από το κρεβάτι, η μάλλινη κουβέρτα βρέθηκε στο πάτωμα. Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό. Ο μεταλλικός ήχος του -πέρα από τον φόβο που με είχε καταβάλλει λόγω του εφιάλτη- πρόσθεσε στην «λίστα» συναισθημάτων και τον εκνευρισμό.
Πάτησα το κουμπί για να σταματήσει. Σηκώθηκα και το βλέμμα μου έπεσε κατευθείαν στην αφίσα στον απέναντι τοίχο. Η αφίσα αυτή, που αποκτήθηκε από την επίσκεψη στο Μουσείου του Λούβρου, είναι ένα αντίγραφο του πίνακα «Η Σχεδία της Μέδουσας». Κάθισα και τον χάζεψα για λίγο• τις κινήσεις των εικονιζόμενων ναυαγών, τα χρώματα.
Γεννούσε άλλα συναισθήματα πέρα από αυτά που είχα ήδη: μελαγχολία, αμηχανία.. Τότε μονολόγησα «Υπέροχο πράγμα η τέχνη, αλλά σήμερα δεν με ευνοεί ιδιαίτερα. Ας φτιάξω ένα καφέ καλύτερα!»